ξυπόλητος

ξυπόλητος
yalınayak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Chainides — Chainides, 2008 Background information Origin Crete Genres Folk …   Wikipedia

  • έστοντας — (Μ ἔστοντας και ἔστωντας) 1. μτχ. ενεστ. τού ρ. είμαι 2. (αιτιολ. ή εναντιωμ. σύνδ.) επειδή, διότι, καθ όσον, με το να..., μολονότι, αν και («έστοντας να μην έχει παπούτσια, περπατά ξυπόλητος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έστω (προστ. τού ρ. είμαι)… …   Dictionary of Greek

  • αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • ακαλίγωτος — η, ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω] 1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει 2. ο ξυπόλητος 3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια 4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται 5 …   Dictionary of Greek

  • ανήλιπος — ἀνήλιπος, ον (Α) ανυπόδητος, ξυπόλητος βλ. νήλιπος …   Dictionary of Greek

  • απαπούτσωτος — η, ο χωρίς παπούτσια, ξυπόλητος …   Dictionary of Greek

  • ασάνδαλος — ἀσάνδαλος, ον (Α) χωρίς σανδάλια, ξυπόλητος …   Dictionary of Greek

  • γυμνοποδώ — γυμνοποδῶ ( έω) (AM) περπατώ ξυπόλητος …   Dictionary of Greek

  • γυμνόπους — ουν (AM γυμνόπους, ουν) αυτός που περπατάει με γυμνά πόδια, ο ξυπόλητος …   Dictionary of Greek

  • ζάγρος — (Zagros). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή 4.432 μ.) της δυτικής Ασίας, που ορίζει από τα Δ και τα Ν το ιρανικό οροπέδιο. Εκτείνεται από την Αρμενία έως το Βελουχιστάν και δεσπόζει του βαθυπέδου της Μεσοποταμίας, του Περσικού κόλπου και του… …   Dictionary of Greek

  • ξιπόλητος — ή, ο (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπόλητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”